Ο Ιωάννης Καποδίστριας έθεσε τις βάσεις για ένα σύγχρονο σύστημα Τοπικής Αυτοδιοίκησης το 1828 με την καθιέρωση των Κοινοτικών και Επαρχιακών Δημογεροντιών, καταδεικνύοντας τη σημασία της τοπικής αυτοδιοίκησης για τη νέα πολιτική πραγματικότητα, που διαμορφωνόταν σταδιακά και οδήγησε στην ίδρυση του νέου ελληνικού Κράτους.
Έκτοτε, πολλά πράγματα άλλαξαν στη ζωή μας. Ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης εξελίχθηκε και αυτός, κινούμενος πάνω στον δρόμο της θεσμικής ισχυροποίησής του.
Στις μέρες μας, η τοπική αυτοδιοίκηση είναι θεσμικά ισχυρή, αλλά με αρμοδιότητες που δεν μπορεί στην πράξη να ασκήσει.
Για να επανακάμψει η τοπική αυτοδιοίκηση απαιτείται:
Α. χρηστή οικονομική διαχείριση, η οποία θα φέρει την οικονομική αυτοτέλεια.
Β. σχεδίαση και εκτέλεση έργων, που θα αποσκοπούν στην βελτίωση της καθημερινότητας των δημοτών.
Γ. Ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στην διοίκηση του Δήμου μας.
Αυτό που με επιτακτικό τρόπο επιβάλλεται, είναι η δημοτική αρχή να σκέφτεται όπως κάθε δημότης αυτής της πόλης. Όπως εσείς, όπως εγώ.
Είναι όλο και πιο συχνά στις αυτό-διοικητικές εκλογές τα φαινόμενα της ψήφου διαμαρτυρίας αλλά και της αποχής.
Όμως κατά το άρθρο 1 του Συντάγματος, ο λαός είναι κυρίαρχος και γι’ αυτό εκλέγει την Κυβέρνηση, καθώς και την περιφερειακή και δημοτική διοίκηση του μέσω της ψήφου, η οποία μπορεί να είναι έγκυρη, άκυρη ή λευκή.
Από τις τρεις αυτές ψήφους, αυτή που λαμβάνεται υπόψιν για το αποτέλεσμα των εκλογών είναι η έγκυρη ψήφος, η οποία συνιστά την πλέον γνήσια και πραγματική έκφραση γνώμης. Οι δύο άλλες καταμετρώνται, αλλά δεν προσμετρώνται.
Αυτή, λοιπόν, η πραγματική έκφραση γνώμης θα πρέπει να έχει ως μόνο κίνητρο την βελτίωση της καθημερινότητάς μας. Της δικής μας αλλά και των συνδημοτών μας.
Και αυτό δεν έχει να κάνει με πολιτικές ή κομματικές ιδεολογίες. Έχει να κάνει με τη συνείδησή μας. Με τη συνείδηση του καθενός από μας.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ψηφίζουμε. Και ψηφίζουμε με συνείδηση.