Close
logo_irene white

ΒΑΒΟΥΣΚΟΣ | ΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Εξειδικευμένες νομικές συμβουλές

στο εκκλησιαστικό δίκαιο και κανονικό δίκαιο.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΑΒΟΥΣΚΟΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
1515
ΒΙΒΛΙΑ
Το Ουκρανικό ζήτημα
Κυκλοφορία : 2020
Σελίδες : 338
Διαστάσεις : 17×24
Δέσιμο : Μαλακό εξώφυλλο
Τύπος : Μονογραφία
Εκδότης : Εκδόσεις Μέθεξις
ISBN : 978-618-5467-13-5

Περίληψη :

Το παρόν πόνημα συνετάγη με έναν και μόνο σκοπό. Να ανεύρει τις
ιστορικοκανονικές απαντήσεις στα θέματα, που ανεφύησαν από την στάση
τόσο του Οικουμενικού Πατριαρχείου όσο και του Πατριαρχείου Μόσχας
έναντι του Ουκρανικού Ζητήματος και να τις θέσει υπόψιν των ασχολουμένων εξ αντικειμένου με το ζήτημα αυτό αλλά και του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού.

Καταρχήν εξετάζεται η de jure σχέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με
την Ουκρανική Εκκλησίας, σχέση η οποία διακρίνεται σε δύο περιόδους:
α ) στην περίοδο μέχρι το 1686, κατά την οποία σε γενικές γραμμές
τηρείται η κανονικότητα στην εκλογή και χειροτονία του Μητροπολίτη
Κιέβου και
β) στην περίοδο μετά το 1686, οπότε και εκδίδεται το Γράμμα Εκδόσεως,
διά του οποίου εκχωρείται υπό προϋποθέσεις στον Πατριάρχη Μόσχας το
δικαίωμα χειροτονίας του Μητροπολίτη Κιέβου και όχι βεβαίως στο
Πατριαρχείο Μόσχας η κανονική δικαιοδοσία επί της Μητροπόλεως Κιέβου. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει, όχι μόνο από την γραμματική ερμηνεία του Γράμματος Εκδόσεως του 1686 και της σχετικής επιστολής της Ρωσικής Εκκλησίας που προκάλεσε την υπογραφή του αλλά και από  την παράθεση αντιστοίχων Γραμμάτων Εκδόσεως (και του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ΄ του Μουσελίμη), καθώς και από την παρουσίαση της προσωπικότητας του υπογράψαντος αυτό Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ του Μουσελίμη.
Στη συνέχεια, η ανάλυση του θέματος κατευθύνεται προς την κανονική de
facto σχέση του Πατριαρχείου Μόσχας με την Ουκρανική Εκκλησία, η οποία αποσαφηνίζεται:
α) μέσω του καθορισμού των γεωγραφικών ορίων του Πατριαρχείου Μόσχας, από τον οποίο προκύπτει η ανυπαρξία εδαφικής γειτνιάσεως και συνεπώς κανονικής συσχετίσεως αυτού με την Μητρόπολη Κιέβου και
β) μέσω της αποδείξεως της αντιθέσεως προς τους ιερούς κανόνες του
ισχυρισμού του Πατριαρχείου Μόσχας περί κτήσεως της κανονικής
δικαιοδοσίας της Μητροπόλεως Κιέβου διά χρησικτησίας.
Ακολουθεί η εξέταση του θέματος, που αποτελεί την βάση για την επίλυση
του Ουκρανικού ζητήματος. Το θέμα αυτό είναι η άσκηση του δικαιώματος
παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στην περίπτωση της Εκκλησίας της Ουκρανίας, το οποίο αμφισβητήθηκε εντόνως από την Ρωσική Εκκλησία. Υπό αυτό το πρίσμα και προς απάντησιν στους ισχυρισμούς του Πατριαρχείου Μόσχας εξετάζονται τα επιμέρους ζητήματα, που αφορούν στον φορέα ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, στην παραγραφή του συγκεκριμένου δικαιώματος, στον εξονομασμό εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου των Εξάρχων αυτού στο Κίεβο, ως πράξη παραβιάσεως ορίων κανονικής δικαιοδοσίας και τέλος η θεωρία του Πατριαρχείου Μόσχας περί Σχίσματος και περί χαρακτηρισμού του Οικουμενικού Πατριάρχη ως «σχισματικού».
Έπεται η εξέταση ενός άλλου, επίσης σημαντικού θέματος, που έθεσε υπό
αμφισβήτηση την δικαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη σε
σχέση με τον θεσμό του εκκλήτου. Το θέμα αυτό είναι ή άσκηση του
εκκλήτου εκ μέρους του καθαιρεθέντος πρώην επικεφαλής της Ουκρανικής
Εκκλησίας (Πατριαρχείο Κιέβου) Φιλάρετου Ντενισένκο και των «σύν αὐτῷ» και η κανονική αξιολόγηση των ενεργειών του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μέσα από την παράθεση των πραγματικών περιστατικών και την ανάπτυξη των γενικών αρχών του Κανονικού Δικαίου της κανονικής δικαιοδοσίας και της καθολικής ισχύος της εκκλησιαστικής ποινής, σε συνάρτηση με την ανάλυση του θεσμού του εκκλήτου και την απάντηση του ερωτήματος σχετικώς με το κύρος της χειροτονίας  του νυν Μητροπολίτη Κιέβου Επιφανίου από αιρετικό ή σχισματικό, ήτοι τον καθαιρεθέντα Φιλάρετο Ντενισένκο, αποδεικνύεται ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο τήρησε στο ακέραιο την κανονική νομοθεσία και άσκησε ορθώς την Επόμενο κατά χρόνο ζήτημα, το οποίο τέθηκε μετά την αμφισβήτηση της δικαστικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήταν η άρνηση από
την πλειοψηφία των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών να αναγνωρίσουν τη νέα
Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Προς απόδειξη του αβάσιμου από κανονικής απόψεως χαρακτήρα της αρνήσεως αυτής, αναλύεται η κανονική βάση της Ενωτικής συνόδου, αποδεικνύεται η ipso jure ισχύς των Πατριαρχικών και Συνοδικών Τόμων περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος και τέλος καταρρίπτεται η θεωρία περί του ατελούς χαρακτήρα των παραχωρηθέντων αυτοκεφάλων καθεστώτων.
Εν κατακλείδι, παρατίθενται οι νεότερες – και τελικές μέχρι σήμερα –
εξελίξεις επί του Ουκρανικού ζητήματος, που αφορούν σε τρεις Εκκλησίες,
των οποίων οι αντιδράσεις είχαν αντίκτυπο στους κόλπους της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Η πρώτη Εκκλησία είναι η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία
αντέδρασε θετικώς μεν στην παραχώρηση αυτοκεφάλου στην νέα Εκκλησία αλλά με τρόπο διφορούμενο και αμφιλεγόμενο. Η δεύτερη Εκκλησία είναι το Πατριαρχείο Μόσχας, που ενεθάρρυνε μια σύνοδο πανορθόδοξου χαρακτήρα, με αιχμή του δόρατος το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Τέλος, η τρίτη Εκκλησία είναι το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, που αναδέχθηκε τον ρόλο του οργανωτή μίας συνόδου στο Αμμάν της Ιορδανίας, η οποία όχι μόνο οργανώθηκε κατά παράβασιν της κανονικής νομοθεσίας αλλά απέτυχε να επιφέρει και το αποτέλεσμα που επιθυμούσαν οι εμπνευστές της.
Το πόνημα ολοκληρώνεται με την κατάθεση μιας προτάσεως για την επίλυση του ανακύψαντος ζητήματος. Η λύση του ζητήματος βρίσκεται πράγματι στη σύγκληση συνόδου των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως θεωρεί η πλειοψηφία των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αλλά με προσανατολισμό, βάση και θεματολογία εντελώς διαφορετική, από αυτήν που θεωρούν ως δεδομένη οι Εκκλησίες αυτές.

Το γραφείο μας

βρίσκεται:

Ερμού 1,

54625 Θεσσαλονίκη

2310 555133

info@vavouskos.com

 

δεχόμαστε μόνο κατόπιν

τηλεφωνικού ραντεβού

Κώδικας Νομοκανονικός. Ιεροί κανόνες-Βυζαντινό Δίκαιο-Κανονικά παραπτώματα
Κυκλοφορία : 2016
Σελίδες : 1140
Διαστάσεις : 16×23
Δέσιμο : Μαλακό εξώφυλλο
Τύπος : Κώδικας
Εκδότης : Εκδόσεις Μέθεξις
ISBN : 978-618-5226-00-8

Περίληψη :

Το βιβλίο αυτό υπό τον τίτλο «Κώδικας Νομοκανονικός. Ιεροί Κανόνες – Βυζαντινό Δίκαιο – Κανονικά Παραπτώματα», συνιστά την νεότερη και πλέον πρόσφατη νομοκανονική συλλογή, και έχει ως στόχο την όσο το δυνατόν μέγιστη διευκόλυνση των ερευνητών κυρίως του Κανονικού Δικαίου και του Εκκλησιαστικού Δικαίου.

Ο στόχος αυτός αποτέλεσε και τον οδηγό για την διαίρεση και την κατανομή της ύλης του βιβλίου αυτού σε τρία Μέρη.

Το πρώτο Μέρος χωρίζεται σε δύο τμήματα. Στο πρώτο τμήμα παρατίθενται οι ιεροί κανόνες αναλόγως της πηγής θεσπίσεως αυτών και της αυθεντίας της πηγής αυτής. Για το λόγο αυτόν προηγούνται οι κανόνες των Οικουμενικών συνόδων, έπονται των Τοπικών συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας και την παράθεση συμπληρώνει η συλλογή των Αποστολικών Κανόνων.
Στο δεύτερο τμήμα παρατίθεται Ευρετήριο, το οποίο λειτουργεί τόσο επί αλφαβητικής βάσεως όσο και επί λημματικής βάσεως, παραπέμπει δε για κάθε όρο ή λήμμα στον αντίστοιχο κανόνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ερευνητής έχει τη δυνατότητα να ανεύρει αυτό που ζητεί, ανεξαρτήτως αν σημείο εκκινήσεως της έρευνάς του είναι κάποιος συγκεκριμένος ιερός κανόνας ή κάποιος όρος του Κανονικού Δικαίου είτε κάποιο θέμα (λήμμα) αυτού.

Το δεύτερο Μέρος είναι αφιερωμένο στους νόμους του Βυζαντινού κράτους με αντικείμενο θέματα εκκλησιαστικής φύσεως. Ούτως, στο πρώτο τμήμα παρατίθενται τα κείμενα των νομικών ρυθμίσεων, διαιρούμενα με κριτήριο τον χαρακτήρα αυτών ως κωδικοποιημένων ή μεμονωμένων νομοθετικών πρωτοβουλιών και αμφότερες κατά χρονολογική σειρά, με κριτήριο για μεν τις νομοθετικές κωδικοποιήσεις τον χρόνο εκδόσεως των, για δε τις μεμονωμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες τον αυτοκράτορα που τις εξέδωσε.

Στο δεύτερο τμήμα – κατ’ αναλογίαν προς το αντίστοιχο του Πρώτου Μέρους – παρατίθεται επίσης Ευρετήριο αλφαβητικό – λημματικό, με κριτήριο τα θέματα που ρυθμίζονται στις παρατιθέμενες νομικές διατάξεις. Κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι ως προς τις μεμονωμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες των αυτοκρατόρων κριτήριο επιλογής αποτέλεσε η ρύθμιση σε αυτές θεσμικών ζητημάτων (π.χ,μοναχισμός) και όχι ατομικού – ειδικού χαρακτήρα (π.χ. προνόμια κάποιας Μητροπόλεως), με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις οι οποίες κρίθηκε ότι συνιστούν θεσμό εντός της Εκκλησίας και γι’ αυτόν τον λόγο απολαμβάνουν γενικοτέρου ενδιαφέροντος (π.χ. Μονή Πάτμου, Μονή Σινά).

Τέλος, το τρίτο Μέρος συνιστά μια κωδικοποιητική καταγραφή των κανονικών παραπτωμάτων, με ταυτόχρονη επισήμανση σε κάθε παραβατική πράξη της σχετικής κανονικής διατάξεως, του αυτουργού, της προβλεπομένης ποινής και της επιβαρυντικής τυχόν περιπτώσεως, η αναλυτική δε αυτή καταγραφή γίνεται για πρώτη φορά. Τα παρατιθέμενα κανονικά παραπτώματα παρουσιάζονται διαιρούμενα σε τρεις βασικές κατηγορίες, σε παραπτώματα δογματικής, κανονικής και ηθικής τάξεως, με επιμέρους διακρίσεις αναλόγως του αντικειμένου εκάστου παραπτώματος. Πρόκειται ουσιαστικώς για τον Παραβατικό Κώδικα της Εκκλησίας, εργαλείο αρκετά σημαντικό όχι μόνο για την έρευνα και μελέτη του Κανονικού Δικαίου αλλά και για εκείνα τα μέλη της Εκκλησίας, που στελεχώνουν τον θεσμό της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης είτε από τη θέση του ανακριτή είτε από τη θέση του δικαστή.

Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες – Πηγές)

(σε συνεργασία με τον Γρηγόριο Λιάντα Επίκουρο Καθηγητή Α.Ε.Α.Θ.)

Κυκλοφορία : 2014
Σελίδες : 215
Διαστάσεις : 16×23
Δέσιμο : Μαλακό εξώφυλλο
Τύπος : Μελέτες- Πηγές
Εκδότης : Εκδόσεις Μέθεξις
ISBN : 978-960-6796-67-8

Περίληψη :

Αφορμή για τη έκδοση του βιβλίου αποτέλεσε η διαπίστωση ότι ελλείπει από τη βιβλιογραφία του Εκκλησιαστικού Δικαίου η συγκεντρωτική καταγραφή και παρουσίαση των αποφάσεων της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου και αυτονόμου καθεστώτος σε εκκλησιαστικές περιφέρειές του, οι οποίες για συγκεκριμένους κάθε φορά λόγους ζήτησαν από τη Μητέρα Εκκλησία την διοικητική ανεξαρτησία τους από αυτήν.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη:

Στο πρώτο μέρος υπάρχουν δύο εισαγωγικού χαρακτήρα μελέτες, εκ των οποίων η μεν πρώτη συνετάγη από τον Αναστάσιο Βαβούσκο και διαπραγματεύεται το ζήτημα της κανονικής θεμελιώσεως τόσο του αυτοκεφάλου όσο και του αυτονόμου καθεστώτος η δε δεύτερη από τον Γρηγόριο Λιάντα και διαπραγματεύεται το ζήτημα του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος υπό το πρίσμα των διορθοδόξων σχέσεων.

Στο δεύτερο μέρος παρατίθενται οι αποφάσεις της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου – είτε υπό τη μορφή Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου  είτε υπό τη Μορφή Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως – διά των οποίων παραχωρήθηκε αυτοκέφαλο ή αυτόνομο καθεστώς στις υφιστάμενες Ορθόδοξες Εκκλησίες – προστιθεμένων και επισήμων εγγράφων περί ανυψώσεως κατά τιμή συγκεκριμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Η παρουσίαση των Τόμων και Πράξεων που αφορούν στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, γίνεται με κριτήριο τη σειρά, με την οποία αυτές κατατάσσονται στον επίσημο ιστότοπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όσον αφορά στις αυτόνομες Εκκλησίες, αυτές κατατάσσονται κατά χρονολογική σειρά, δηλαδή αναλόγως του έτους εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί παραχωρήσεως σ’ αυτές αυτονόμου καθεστώτος.

Ερμηνευτική Προσέγγιση Ιερών Κανόνων
Κυκλοφορία :
2010
Σελίδες :
269
Διαστάσεις :
14×21
Δέσιμο :
Μαλακό εξώφυλλο
Τύπος :
Διδακτικό Εγχειρίδιο
Εκδότης :
Παν.Πουρναράς
ISBN :
978-960-242-436-0

Περίληψη :

Η απόφαση για τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου υπαγορεύθηκε από την ανάγκη καλύψεως της ελλείψεως διδακτικού εγχειριδίου για το ομότιτλο μάθημα στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Συνεπώς, το πόνημα αυτό επιδιώκει – καταρχήν – να εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις και τις αναζητήσεις ενός φοιτητή θεολογικών σπουδών. Παραλλήλως, επιδιώκει να συμβάλλει στην ερμηνεία των ιερών κανόνων, καθορίζοντας κάποιες ερμηνευτικές αρχές, οι οποίες ως κανόνες ερμηνείας έχουν σκοπό την υποβοήθηση του μελετητή των ιερών κανόνων στην ερμηνευτική προσέγγιση αυτών. Και όλα αυτά βεβαίως ορώμενα από την οπτική γωνία ενός νομικού με θεολογική όμως κατάρτιση και αγάπη για το Κανονικό Δίκαιο.

Μετά την Εισαγωγή, ακολουθεί η ανάπτυξη του θέματος του βιβλίου ως εξής:

Καταρχήν γίνεται μια σύντομη παρουσίαση του τρόπου ερμηνείας των κανόνων από τη Δυτική Καθολική Εκκλησία. Στη συνέχεια προσδιορίζεται το προς ερμηνεία αντικείμενο μέσω: α) της αναλύσεως της φύσεως των ιερών κανόνων ως θρησκευτικών επιταγών και ως νομικών διατάξεων, β) της θέσεως αυτών στο Κανονικό Δίκαιο, γ) του καθορισμού των εφαρμοστέων ιερών κανόνων με αναφορά στους θεμελιώδεις κανόνες Α΄ και Β΄ της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, καθώς και στους κατ’ ιδίαν ιερούς κανόνες, των Οικουμενικών Συνόδων, των Τοπικών Συνόδων, των Πατέρων της Εκκλησίας και των Αποστολικών Κανόνων, των οποίων το περιεχόμενο αποδίδεται περιληπτικώς.

Ακολούθως αναπτύσσονται τα ζητήματα της εφαρμογής των ιερών κανόνων και ειδικότερα: 1) το ζήτημα της καταργήσεως των ιερών κανόνων, 2) το ζήτημα της αχρησίας στους ιερούς κανόνες και 3) το ζήτημα της αντιθέσεως στους ιερούς κανόνες.

Κατόπιν, αναπτύσσεται η μέθοδος ερμηνείας των ιερών κανόνων μέσω: α) της αναλύσεως του ρόλου του ερμηνευτή ως παράγοντα της ερμηνευτικής διαδικασίας, β) της αναλυτικής παραθέσεως των ερμηνευτικών πηγών, δηλαδή της πολιτειακής νομοθεσίας, των Νομοκανόνων και των Κανονολόγων (Αλέξιος Αριστηνός, Ιωάννης Ζωναράς, Θεόδωρος Βαλσαμών, Ματθαίος Βλάσταρης, Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, Νικόδημος Αγιορείτης, Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης – Αρσένιος Μοναχός, γ) της αναλύσεως των αρχών ερμηνείας των ιερών κανόνων, δηλαδή των ερμηνευτικών αρχών της συνέχειας της κανονικής παραδόσεως, της κανονικής ακριβείας, της εκκλησιαστικής οικονομίας, των ιστορικών συνθηκών και της αυθεντίας του θεσπίζοντος οργάνου.

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τη διαπραγμάτευση του ζητήματος της κωδικοποιήσεως των ιερών κανόνων, που είναι άμεσα συνυφασμένο με το πρόβλημα της ερμηνείας αυτών.

Το Εκκλησιαστικό καθεστώς της Δωδεκανήσου (1912 – 2005)
Κυκλοφορία :
2005
Σελίδες :
333
Διαστάσεις :
17×23
Δέσιμο :
Μαλακό εξώφυλλο
Τύπος :
Μονογραφία
Εκδότης :
Παν.Σάκκουλας
ISBN :
960-301-992-5

Περίληψη :

Το νομοκανονικό καθεστώς της γεωγραφικής περιφέρειας της Δωδεκανήσου είναι ένα θέμα, το οποίο έχει τις απαρχές του στην περίοδο της Ιταλοκρατίας, όταν και τέθηκε από την Ιταλικές Αρχές Κατοχής ζήτημα καταργήσεως του τότε υφισταμένου καθεστώτος και της δημιουργίας αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Το θέμα αυτό του «αυτοκεφάλου», όπως επικράτησε να λέγεται, παρέμεινε στο προσκήνιο για εικοσιπέντε περίπου χρόνια, μέχρις ότου ατόνησε με «υπαιτιότητα» της ιταλικής πλευράς. Έτσι, όταν η Δωδεκάνησος προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1947, το ελληνικό Κράτος αποδέχθηκε το υφιστάμενο εκκλησιαστικό καθεστώς και αρκέστηκε στην εισαγωγή ορισμένων νομοθετικών διατάξεων εκκλησιαστικού δικαίου, που ίσχυαν ήδη στην υπόλοιπη Ελλάδα, και οι οποίες βεβαίως κάλυπταν μόνο ένα μικρό τμήμα των ζητημάτων, που ανέκυπταν και ανακύπτουν ακόμη.

Παραλλήλως, και η νομική – αλλά και η μη νομική – θεωρία ασχολήθηκε με το πρόβλημα αυτό, συνεισφέροντας και αυτή στην προσπάθεια για περιορισμό του προβλήματος, όχι όμως και στη λύση του.

Όπως, λοιπόν, φαίνεται από τα παραπάνω, το εκκλησιαστικό καθεστώς της Δωδεκανήσου είναι ένα ζήτημα με παρελθόν, παρόν και μέλλον, τις τρεις δε αυτές διαστάσεις του καλύπτει η μονογραφία.

Η ύλη χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται οι δύο πρώτες διαστάσεις, ενώ στο δεύτερο μέρος η τρίτη. Ειδικότερα:

Το πρώτο μέρος αποτελείται από δύο Κεφάλαια.

Στο πρώτο Κεφάλαιο γίνεται καταρχήν μια σύντομη ιστορική προσέγγιση της εξελικτικής πορείας της εκκλησιαστικής περιφέρειας της Δωδεκανήσου από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού μέχρι την κατάληψη της από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και την προσάρτησή της στην Ελλάδα.

Στη συνέχεια αναπτύσσεται το ζήτημα του «αυτοκεφάλου», που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της εκκλησιαστικής αυτής περιφέρειας, μέσα από την παράθεση των απόψεων των κυρίων πρωταγωνιστών, δηλαδή του Μητροπολίτη Ρόδου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, καθώς και προσώπων τα οποία είτε διαδραμάτισαν κάποιο δευτερεύοντα ρόλο στο όλο ζήτημα είτε εκ θέσεως είχαν κάποια άμεση αντίληψη του ζητήματος είτε ασχολήθηκαν μ’ αυτό επιστημονικώς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πηγές, που χρησιμοποιήθηκαν για την παρουσίαση των απόψεων του Μητροπολίτη Ρόδου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είναι για μεν τον πρώτο τα Απομνημονεύματά του, για δε το δεύτερο η σχετική με το θέμα Αλληλογραφία του, καθώς και τα Πρακτικά των συζητήσεων της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα οποία βρίσκονται στα Αρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Στο δεύτερο Κεφάλαιο, αναπτύσσεται η δεύτερη διάσταση του θέματος, δηλαδή αυτή του παρόντος, μέσα από :

α) την παρουσίαση των συγκεκριμένων ρυθμίσεων εκκλησιαστικού Δικαίου, που εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο, καθώς και των απόψεων που θεωρία – νομική και μη – και νομολογία διατύπωσαν γύρω από την εφαρμογή ή όχι διατάξεων των εκάστοτε ισχυσάντων Καταστατικών Χαρτών, διατάξεων αφορωσών ειδικά θέματα εκκλησιαστικού δικαίου και διατάξεων δημοσίας τάξεως’ ούτως ώστε να δοθεί μια σφαιρική εικόνα γύρω από το πώς λειτουργεί στην πράξη το υφιστάμενο καθεστώς.

β) την παρουσίαση των διατάξεων των Συνταγμάτων και των Καταστατικών Χαρτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ίσχυσαν από την προσάρτηση της Δωδεκανήσου και εντεύθεν, ούτως ώστε να δοθεί μια σφαιρική εικόνα γύρω από το πώς Σύνταγμα και Καταστατικοί Χάρτες προσδιόρισαν σε θεωρητικό επίπεδο αυτό το ίδιο το εκκλησιαστικό καθεστώς.

Το δεύτερο μέρος αφορά το μέλλον του θέματος και παρουσιάζει το Σχέδιο Πατριαρχικής Διατάξεως, που καταρτίστηκε για τη νομοθετική κατοχύρωση το συστήματος λειτουργίας της εκκλησιαστικής αυτής περιφέρειας, και το οποίο είναι σε εκκρεμότητα.

Το Σχέδιο αυτό συνιστά μια ελπιδοφόρα εξέλιξη για την οριστική λύση του προβλήματος, αρκεί να του δοθεί η δέουσα προσοχή και να τύχει μιας επισταμένης μελέτης και επεξεργασίας. Η παρουσίασή του στην παρούσα εργασία συνοδεύεται και από κάποιες παρατηρήσεις σε επιμέρους θέματα, όταν κρίνεται σκόπιμο, ως μια ελάχιστη συνεισφορά στην καθ’ όλα αξιόλογη αυτή προσπάθεια.

Της ύλης της παρούσης εργασίας προηγείται μια μικρή εισαγωγή με στοιχεία γενικού ενδιαφέροντος γύρω από το νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα, η οποία κρίθηκε αναγκαία, ώστε ο αναγνώστης να έρθει σε μια πρώτη επαφή με την περιοχή, που θα τον απασχολήσει στη συνέχεια μέσω της παρουσιάσεως του εκκλησιαστικού καθεστώτος της.

 

Θεμελιώδεις Αρχές Εκκλησιαστικής Δικονομίας – Η αρχή της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης
Κυκλοφορία :
2003
Σελίδες :
292
Διαστάσεις :
17×23
Δέσιμο :
Μαλακό εξώφυλλο
Τύπος :
Διδακτορική Διατριβή
Εκδότης :
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
ISBN :
960-7265-47-5

Περίληψη :

Η εργασία αυτή είναι η διδακτορική διατριβή, που υποβλήθηκε προς κρίση και εγκρίθηκε από τη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ, και διαπραγματεύεται την θεμελιώδη δικονομική αρχή της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των εκκλησιαστικών δικαστών. Επειδή, όμως, προαπαιτούμενο για την θεμελίωση και ανάλυση της αρχής αυτής είναι η θεμελίωση της δικαιοδοτικής φύσεως των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, με την ιδιότητα, δε, αυτή συνδέεται και το ζήτημα της συνταγματικής ή μη κατοχυρώσεως των ιερών κανόνων, γι’ αυτόν τον λόγο προηγείται η ανάλυση των δύο αυτών ζητημάτων και έπεται η εξέταση της αρχής της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των εκκλησιαστικών δικαστών.

Έτσι, μετά την εισαγωγή ακολουθεί η ανάπτυξη του προβλήματος της νομικής φύσεως των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων προς δύο κατευθύνσεις, τόσον προς την κατεύθυνση της συνταγματικής βάσεως, στην οποία εδράζεται η λειτουργία των εντός του Ελληνικού Κράτους, όσον και προς την κατεύθυνση της συνταγματικής κατοχυρώσεως των ιερών κανόνων, που διέπουν την σύσταση, οργάνωση και λειτουργία τους. Η θεμελίωση στηρίζεται στην αναλυτική παράθεση των απόψεων της νομολογίας και της θεωρίας και στην κριτική θεώρηση αυτών.

Στην συνέχεια ακολουθεί η επεξεργασία της αρχής της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας των εκκλησιαστικών δικαστών, μέσω της αναλύσεως των δύο συνθετικών στοιχείων αυτής, δηλαδή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας από την μια πλευρά και της αρχής του νόμιμου ή φυσικού δικαστή από την άλλη πλευρά.

Για την ανάλυση και των δύο αυτών συνθετικών στοιχείων ακολουθείται η ίδια μέθοδος. Κατ’ αρχήν γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση του σχετικού συνταγματικού πλαισίου, όπως αυτό διαμορφώνεται από τις σχετικές διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος. Στην συνέχεια ακολουθεί εκτενής ανάλυση των διατάξεων του Ν. 5383/1932, που διέπει την οργάνωση και λειτουργία των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων στην Ελλάδα, αλλά και αυτών του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος – σε κάθε περίπτωση που οι διατάξεις του τελευταίου συνδέονται με αυτές του Ν. 5383/1932 – καθώς και των ζητημάτων, που αυτές δημιουργούν. Όπου κρίνεται σκόπιμο, προτείνεται και η κατά την άποψή του συγγραφέα ενδεδειγμένη λύση για την επίλυση του σχετικού ζητήματος.

Τέλος, η ανάλυση ολοκληρώνεται με την εκτενή παρουσίαση των σχετικών διατάξεων των ιερών κανόνων, καθώς και την παράθεση των αντιστοίχων προς τους κανόνες αυτούς ερμηνευτικών σχολίων των Κανονολόγων Ιωάννη Ζωναρά, Θεοδώρου Βαλσαμώνος και Αλεξίου Αριστηνού αλλά και του Πηδαλίου.

Ο τρόπος αυτός παρουσιάσεως των επί μέρους συνθετικών στοιχείων της δικονομικής αρχής, που διαπραγματεύεται η παρούσα εργασία, παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του θέματος αλλά και την δυνατότητα για συγκριτική μελέτη των εν ισχύϊ νομικών διατάξεων, δηλαδή τόσο του Ν. 5383/1932 και του Κ.Χ.Ε.Ε. όσο και των ιερών κανόνων, και εντέλει τη συναγωγή χρησίμων συμπερασμάτων.

 

για ραντεβού,

μπορείτε να καλέσετε

 

2310 555133

6977 664765

 

info@vavouskos.com

εκδόσεις Μέθεξις

logo_irene

ΦΟΡΜΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

 

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ:

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΑΒΟΥΣΚΟΣ
ΕΡΜΟΥ 1
54625 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
2310 555133
info@vavouskos.com