Το νομοκανονικό καθεστώς της γεωγραφικής περιφέρειας της Δωδεκανήσου είναι ένα θέμα, το οποίο έχει τις απαρχές του στην περίοδο της Ιταλοκρατίας, όταν και τέθηκε από την Ιταλικές Αρχές Κατοχής ζήτημα καταργήσεως του τότε υφισταμένου καθεστώτος και της δημιουργίας αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Το θέμα αυτό του «αυτοκεφάλου», όπως επικράτησε να λέγεται, παρέμεινε στο προσκήνιο για εικοσιπέντε περίπου χρόνια, μέχρις ότου ατόνησε με «υπαιτιότητα» της ιταλικής πλευράς. Έτσι, όταν η Δωδεκάνησος προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1947, το ελληνικό Κράτος αποδέχθηκε το υφιστάμενο εκκλησιαστικό καθεστώς και αρκέστηκε στην εισαγωγή ορισμένων νομοθετικών διατάξεων εκκλησιαστικού δικαίου, που ίσχυαν ήδη στην υπόλοιπη Ελλάδα, και οι οποίες βεβαίως κάλυπταν μόνο ένα μικρό τμήμα των ζητημάτων, που ανέκυπταν και ανακύπτουν ακόμη.
Παραλλήλως, και η νομική – αλλά και η μη νομική – θεωρία ασχολήθηκε με το πρόβλημα αυτό, συνεισφέροντας και αυτή στην προσπάθεια για περιορισμό του προβλήματος, όχι όμως και στη λύση του.
Όπως, λοιπόν, φαίνεται από τα παραπάνω, το εκκλησιαστικό καθεστώς της Δωδεκανήσου είναι ένα ζήτημα με παρελθόν, παρόν και μέλλον, τις τρεις δε αυτές διαστάσεις του καλύπτει η μονογραφία.
Η ύλη χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται οι δύο πρώτες διαστάσεις, ενώ στο δεύτερο μέρος η τρίτη. Ειδικότερα:
Το πρώτο μέρος αποτελείται από δύο Κεφάλαια.
Στο πρώτο Κεφάλαιο γίνεται καταρχήν μια σύντομη ιστορική προσέγγιση της εξελικτικής πορείας της εκκλησιαστικής περιφέρειας της Δωδεκανήσου από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού μέχρι την κατάληψη της από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και την προσάρτησή της στην Ελλάδα.
Στη συνέχεια αναπτύσσεται το ζήτημα του «αυτοκεφάλου», που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της εκκλησιαστικής αυτής περιφέρειας, μέσα από την παράθεση των απόψεων των κυρίων πρωταγωνιστών, δηλαδή του Μητροπολίτη Ρόδου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, καθώς και προσώπων τα οποία είτε διαδραμάτισαν κάποιο δευτερεύοντα ρόλο στο όλο ζήτημα είτε εκ θέσεως είχαν κάποια άμεση αντίληψη του ζητήματος είτε ασχολήθηκαν μ’ αυτό επιστημονικώς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πηγές, που χρησιμοποιήθηκαν για την παρουσίαση των απόψεων του Μητροπολίτη Ρόδου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είναι για μεν τον πρώτο τα Απομνημονεύματά του, για δε το δεύτερο η σχετική με το θέμα Αλληλογραφία του, καθώς και τα Πρακτικά των συζητήσεων της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα οποία βρίσκονται στα Αρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Στο δεύτερο Κεφάλαιο, αναπτύσσεται η δεύτερη διάσταση του θέματος, δηλαδή αυτή του παρόντος, μέσα από :
α) την παρουσίαση των συγκεκριμένων ρυθμίσεων εκκλησιαστικού Δικαίου, που εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο, καθώς και των απόψεων που θεωρία – νομική και μη – και νομολογία διατύπωσαν γύρω από την εφαρμογή ή όχι διατάξεων των εκάστοτε ισχυσάντων Καταστατικών Χαρτών, διατάξεων αφορωσών ειδικά θέματα εκκλησιαστικού δικαίου και διατάξεων δημοσίας τάξεως’ ούτως ώστε να δοθεί μια σφαιρική εικόνα γύρω από το πώς λειτουργεί στην πράξη το υφιστάμενο καθεστώς.
β) την παρουσίαση των διατάξεων των Συνταγμάτων και των Καταστατικών Χαρτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ίσχυσαν από την προσάρτηση της Δωδεκανήσου και εντεύθεν, ούτως ώστε να δοθεί μια σφαιρική εικόνα γύρω από το πώς Σύνταγμα και Καταστατικοί Χάρτες προσδιόρισαν σε θεωρητικό επίπεδο αυτό το ίδιο το εκκλησιαστικό καθεστώς.
Το δεύτερο μέρος αφορά το μέλλον του θέματος και παρουσιάζει το Σχέδιο Πατριαρχικής Διατάξεως, που καταρτίστηκε για τη νομοθετική κατοχύρωση το συστήματος λειτουργίας της εκκλησιαστικής αυτής περιφέρειας, και το οποίο είναι σε εκκρεμότητα.
Το Σχέδιο αυτό συνιστά μια ελπιδοφόρα εξέλιξη για την οριστική λύση του προβλήματος, αρκεί να του δοθεί η δέουσα προσοχή και να τύχει μιας επισταμένης μελέτης και επεξεργασίας. Η παρουσίασή του στην παρούσα εργασία συνοδεύεται και από κάποιες παρατηρήσεις σε επιμέρους θέματα, όταν κρίνεται σκόπιμο, ως μια ελάχιστη συνεισφορά στην καθ’ όλα αξιόλογη αυτή προσπάθεια.
Της ύλης της παρούσης εργασίας προηγείται μια μικρή εισαγωγή με στοιχεία γενικού ενδιαφέροντος γύρω από το νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα, η οποία κρίθηκε αναγκαία, ώστε ο αναγνώστης να έρθει σε μια πρώτη επαφή με την περιοχή, που θα τον απασχολήσει στη συνέχεια μέσω της παρουσιάσεως του εκκλησιαστικού καθεστώτος της.